- βούρλο
- Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες επάκριες ή φαινομενικά πλευρικές, κατά κεφάλια, κύματα ή ανθήλες. Οι βλαστοί του είναι κυλινδρικοί, απλοί, ενωμένοι από τη βάση κατά δέσμες, συχνά εφοδιασμένοι με αερέγχυμα. Τα φύλλα είναι λεία, είτε παράρριζα περιοριζόμενα μόνο στον κολεό είτε σωληνοειδή και μοιάζουν με τους βλαστούς. Ο καρπός είναι κάψα με πολλά και μικρά σπέρματα.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 18 από τα 200 είδη του γένους, από τα οποία κυριότερα είναι ο γιούγκος ο παράλιος, πολυετές ποώδες φυτό με ρίζωμα σε παραθαλάσσια τέλματα ολόκληρης της Ελλάδας και ο γιούγκος ο γλαυκός, που φυτρώνει σε ορεινές υγρές τοποθεσίες της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης. Άλλα είδη είναι ο γιούγκος ο ακιδωτός, ο γιούγκος ο συμπαγής, ο γιούγκος ο γραμμωτός και ο γιούγκος ο αρθρωτός.
Ο βλαστός τους είναι ακατάλληλος για χορτονομή, αλλά χρησιμοποιείται επίσης στην κατασκευή ειδών πλεκτικής.
Η οικογένεια των γιουγκιδών περιλαμβάνει μονοκοτυλήδονα φυτά, που αναπτύσσονται κυρίως σε υγρές περιοχές και έχουν την κοινή ονομασία βούρλα. Στη φωτογραφία, το είδος γιούγκος ο τρίφυλλος.
Το είδος γιούγκος ο παράλιος, πολυετές ποώδες βούρλο, αρκετά διαδεδομένο στη χώρα μας.
* * *και βρούλο, το (AM βροῡλλον και βροῡλον και βρύλλον και βρύλον)υδροχαρές φυτό της τάξης των βουρλωδών από τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται ψάθες, καλάθια, σκοινιάνεοελλ.1. κλώνος του βούρλου2. ορμαθός, βουρλιά3. φρ. «του κόπηκε το βούρλο» — πέθανε.[ΕΤΥΜΟΛ. βούρλο, βρούλο < (αρχ. -μσν.) βρού (λ) λον, βρύ (λ) λον, τύποι άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.